- κατεπιχειρῶ
- κατεπιχειρέωlay hands uponpres subj act 1st sg (attic epic doric)κατεπιχειρέωlay hands uponpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεπιχειρώ — κατεπιχειρῶ, έω (AM) 1. βάζω το χέρι μου πάνω σε κάτι 2. δοκιμάζω, προσπαθώ 3. προσβάλλω, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
κατεπιχείρησις — κατεπιχείρησις, ήσεως, ἡ (Μ) [κατεπιχειρώ] 1. επιχείρηση, προσπάθεια, ενέργεια 2. προσβολή κάποιου, επιχείρηση εναντίον κάποιου («ἡ τῶν ἀδυνάτων κατεπιχείρησις», Ευστ.) … Dictionary of Greek